- τελειώση
- τελείωσιςdevelopmentfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… … Dictionary of Greek
τελείωση — η τελειοποίηση, ολοκλήρωση: Το έργο έφτασε στην τελείωσή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελειώσῃ — τελειώσηι , τελείωσις development fem dat sg (epic) τελειόω make perfect aor subj mid 2nd sg τελειόω make perfect aor subj act 3rd sg τελειόω make perfect fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειώσηι — τελείωσις development fem dat sg (epic) τελειώσῃ , τελειόω make perfect aor subj mid 2nd sg τελειώσῃ , τελειόω make perfect aor subj act 3rd sg τελειώσῃ , τελειόω make perfect fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
επικόσμησις — ἐπικόσμησις, ή (AM) [επικοσμώ] στολισμός αρχ. η τελείωση, τελειοποίηση τής ύλης με την απόδοση σε αυτήν μορφής … Dictionary of Greek
επιτέλεση — η (Α ἐπιτέλεσις) [επιτελώ] εκτέλεση, περάτωση, διεκπεραίωση, πραγμάτωση αρχ. τελείωση, εκπλήρωση … Dictionary of Greek